Ένα κρητικό σατιρικό στιχούργημα για τον Μουσολίνι
Μια έμμετρη πολιτική σάτιρα, ένα ποίημα σε κρητικό ιδίωμα, που χλευάζει τον Μουσολίνι και τις επεκτατικές του βλέψεις σε βάρος της Ελλάδας, αναδημοσιεύουμε σήμερα. Το ποίημα είχε γραφεί λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου και δημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εικονογραφημένη εφημερίδα «Νέος Κόσμος» την Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 1941 και στην ουσία αποτελούσε μια επική αναφορά στους δύο πρώτους μήνες του πολέμου, αλλά και μια σάτιρα για τον Ιταλό δικτάτορα. Ο ποιητής είναι άγνωστος και για την εφημερίδα, αφού το στιχούργημα στάλθηκε με επιστολή στην οποία ως αποστολέας αναφερόταν ο «Κρητικός λαός». Ο ίδιος ο ανώνυμος δημιουργός είχε χαρακτηρίσει το ποίημά του ύμνο για την εποποιία κι ένα αφιέρωμα των Κρητών στον Μουσολίνι.
Αναδημοσιεύουμε το κείμενο, όπως είχε δημοσιευτεί στον «Νέο Κόσμο», προκαλώντας μάλιστα τον ενθουσιασμό της σύνταξής του!
Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ
Ο Μουσσολίνι την αυγή, μιας μέρας του Οχτώβρη,
το βούι πούχεν έχασε, και πήγαινε να τόβρη!…
Κι ως γύρευγιε ζερβά, δεξά, το βούι το χαϊμένο,
εις την Ελλάδα τούπανε, πως ήτα πηγεμένο!…
Για μιας στρατόν αρίθμητο, θέλησε ν’ αρματώση,
και στην Ελλάδα, ως να βγη ο ήλιος, να πλακώση!…
Έπεψε δα και μήνυμα, λίγο πιο μπρος στο Γιάννη,
και τούλεγ’ – έλα πόλεμο να κάνωμ’ ασέ πιάνει…
Κι αδέ σε πιάνει άσε με, το βούι μου να πάρω,
που θα σε κάνω και για μιας, σύντεκνο και κουμπάρο…
Κι ο Γιάννης τούπ’ ετσά λογιώς… -Καλά μωρέ κουμπάρε,
έντο παέ το βούι σου, κι άνε μπορείς το πάρε!…
Ευτύς κι αυτός εδιάταξε, τ’ ανάλατό τ’ ασκέρι,
να ’ρθή και την Ελλάδα μας να βάλλουσι στο χέρι!…
Γιατί αυτοί μα το Θεό, ο νους τω δεν τζοι γέλα…
Το βούγι αναζητούσασι; Τη «Μπέλλα Γκρέτσια» θέλα!!!
Όμως ποτές δε γίνεται ο γάμος με το ζαύτι…
Και των Ελλήνω η φωθιά, αμονομιάς αναύτει!!!
Κι αρχίξασι τον πόλεμο, κι ως να περάση μήνας,
οι γι’ Ιταλοί σαλεύασι, τσοι δρόμους τση Αθήνας!…
………………………………
Πολλά πολύ τη ρέχτηκες, Μπενίτοτην Ελλάδα,
μα ώφου πως δεν ήτονε λέω μακαρουνάδα!!..
Πολλά πολύ την ρέχτηκες, τη φίλη σου Ελλάδα,
κι άρματα μάχης τα’ ήστησες κι ας χίλια στην αράδα!
Τα άρματα σου τούτα να, δεν ήτονε ξυλένια,
μον των Ευζώνω η ψυχή, ήτονε ατσαλένια!…
Και πρίχου ν’ αρχινήξουσι, τα άρματά σου κείνα,
τσι μέσες των’ εκάνασι, άκρες και τω ν’ εγίνα!!!
………………………………………………..
Πώς ήταν η γι’ Ελλάδα μας, μικρή μικρή θαρούσες,
μονομερίς ολόκληρη, να τη ν’ επιής μπορούσες!…
Μ’ ανάθεμά απούτυχε, η γι άσπρη φουστανέλλα!!
κι οι μαύροι στρατιώτες’ ου, να τη θωρού δε θέλα!!
Κι αμονομιάς γλακούσασι, γλακούσασι να φύγου,
καιρός δε τω ν’ απόμενε, οπίσω να ξανοίγου!!
Κι απού το φόβο τον πολύ, αφίνουσί τα όλα,
κανόνια, αεροπλάνα, τουφέκια, πολυβόλα!!…
……………………………………………………
Είχες σεβντά τον τόπο σου, στον πόλεμο να βγάλης,
χωρίς καθόλου να σκευτής, με ποιόχες να τα βάλης!!!
Με την Ελλάδα θέλησες, Μπενίτο μου, να παίξης,
κι ήμπλεξες εις τα δίχτυα τση, κι εδά πώς να ξεμπλέξης,
Εις την’ Αθήνα θέλα να πας, μα δίχως να κατέχης,
πως εις το γάμ’ ακάλεστος, το ντόπο σου δεν’ έχεις!…
Τσ’ ανθρώπου ς’ ου τσοι κουζουλούς, αρμάδες έπεψες τσου,
να ρθου να μας δουλώσουνε, κακούργιε κι έκαψές τσοι!
Κρίμα σε, που ως εδά, δεν είχε καταλάβει,
πως τω ν’ Ελλήν’ όποιος μπηχτεί, πρέπει να μεταλάβη!!
……………………………………………………….
Κι αφού δεν κάτεχες καλά, ήντα θεριόν’ ο Γιάννης,
ήντάθελες επίθεσι, Μπενίτο, να του κάνης;
Κι αφού δεν καλοκάτεχες οι γι’ Έλληνες ηντάναι,
ηντάπες τω στρατχιωτώ σου στον Πειραιά να πάνε;
Κι απόκεια που σαλεύασι ολόισα τη ν’ Αθήνα,
την πλάτη τση γυρίσασι, και πίσω την αφίνα;
Κι ως τη ν’ Ελλάδα θέλασι να κάνουσι ρημάδι,
αφίνου τα κανόνια ντω, και φεύγουσι ομάδι;
………………………………………………..
Στην κεφαλή σου πού ποτέ, η σκέψι δε ν’ αράζει,
να μην πειράζεις άνθρωπο, όντε δε σε πειράζει,
εμπήκε νε ο διάβολος, μούλο του το κουρμπάνι,
και είπε σου να πα μπλεχτής, με το Μικρό το Γιάννη!…
Και να λοιπός απούφτιαξε, τα’ Οχτώβρη μια ν’ ημέρα,
κι ήβαλε στη φυδότρυπα ο κουζουλός τη χέρα!!
………………………………………
Αφού μονάχος’ ούκανες το πήδημα εκείνο,
όμως παραπονάσ’ εδά, τη λόγχη των Ελλήνω!!!
Τι να σου πω Μπενίτο μου, π’ απ’ τη μικρή Ελλάδα,
ηθέλησες κι ηγεύτηκες, τση λόγχης τη γλυκάδα!!!
Έμαθες δ’ απού τσ’ ‘Έλληνες, χωρίς να σου το πούνε,
πως απ’ τα μούτρα σου, καλλιά τη λευτεριά αγαπούνε!!!
Να μην παραπονάσ’ εδά, η λόγχη πως τρυπάει,
μ’ απού δε θέλει χτύπημα, εις του χαρκιά δεν πάει!…
……………………………………………………………
Νικούν οι στρατιώτες’ ου, τους Έλληνες νικούσι,
εις τη ν’ Ελλάδα δω και κει, αιχμάλωτοι θρηνούσι!!
Μα!… δεν το είπα τσα καλά, θαρώ πως λάθος κάνω,
στω ν’ αιχμαλώτω στρατχιωτώ, το λακριντί απάνω!…
Δεν κλαίν’ αυτοί πως πέσασι, αιζμάλωτοι στα ξένα,
μον χαίρουνται πως γλύτωσαν, Μπενίτο μ’ από σένα!!
……………………………………………………….
Ως ήκανες τα πράματα, απάλειψε τα κι όλας,
μα η Γκρέτσια δε σε πείραξε, κι ας είχα μειν τση κιόλας!
Εδά κι ανέ μετάγνοιωσες, τους Έλληνες δεν μέλει,
εδάγκασέ σε μέλισσα; πρέπει να φας και μέλι!!
……………………………………………………
Σα βάρκα πούβρηκι’ άνεμο, κ ήστεσε το πάνι της,
κι ως ξάφνου πάνω στην κοπρέ, πετιέτ’ ο αμανίτης
ετσά λογιώς μες το μυαλό, φυτρώχνουν ένα, ένα,
όσ’ άχετε, Μπενίτο μου, τσ’ Ελλάδας αξωμένα!
Μη – μπα θαρείς οι γι’ Έλληνες, ξεχάσαντα και τάπια!
-Εδά θα ξεφυλλίσσωμε, και τα παληά κιτάπια!!…
………………………………….
Ήθελα ’ρθω, Μπενίτο μου, να σε παρηγορήσω,
μα πρίχου φτάξω άτου – δα, πίσω δε θα γυρίσω,
γιατ’ είν’ η θάλασσα κακή, κι όλο φουρτούνα κάνει,
κι αλλοιά σε κείνον που θα βγη, όξ’ απού το λιμάνι!!
Μα συ, αγάπη μου γλυκειά, ως τοτεσάς βαστήξου,
που το στρατόσ’ οι γι’ Έλληνες, στη θάλασσα θα ρίξου,
κι ευτύς μπονάτσα θα γενή, η θάλασσα σα λάδι,
και τότες παρηγορητές, θα σούρχονται ν’ ομάδι!…
Μα σένα, Ντούτσε, τοτεσάς, θαν’ η χαρά σου τόση,
που δε θα θες παρηγοριά, κανένας να σου δώση!…
Μόνο θα σφίξης μια, και δυο, ολόισα στο κελί σου,
κι ευτύς μια σφαίρα πιστολιού, θα μπη στην κεφαλή σου!…
Και τότες θαν’ απού θα βρη, ο κόσμος πειά γαλήνη!!!
Μον ας σου πω (καλή ψυχή), Μπενίτο Μουσολίνι!!!…
Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ